-
1 αναζωογόνηση
[аназоогониси] ουσ. Θ. оживление,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αναζωογόνηση
-
2 оживление
ожив||лениес1. (действие) ἡ ἀναζωογόνηση[-ις]:\оживлениеление организма ἡ ἀναζωογόνηση τοῦ ὁργανισμού· экономическое \оживлениеление ἡ οἰκονομική ἀναζωογόνηση· \оживлениеление деятельности ἡ δραστηριοποίηση[-ις]·2. (веселость, живость) ἡ εὐθυμία, ἡ φαιδρότητα, ἡ Ιλαρότητα:веселое \оживлениеление ἡ Ιλαρότητα·3. (движение, суета) ἡ ζωηρότητα, ἡ ζωηράδα/ ἡ ζωηρή κίνηση (на улице и т. п.). -
3 возрождение
возрождение с η αναγέννηση* η αναζωογόνηση (оживление, подъём) ◇ эпоха Возрождения η Αναγέννηση* * *сη αναγέννηση; η αναζωογόνηση (оживление, подъём)••эпо́ха Возрожде́ния — η Αναγέννηση
-
4 оживление
-я ουδ.1. αναζωογόνηση, ξαναζωντάνεμα•оживление организма αναζωογόνηση του οργανισμού.
2. ζωήρεψη, ζωηράδα• δυνάμωμα, τόνωση.3. ευθυμία, φαιδρότητα, ιλαρότητα.4. ζωηρή κίνηση•необычайное оживление на-улице ασυνήθιστη ζωηρή κίνηση στο δρόμο.
-
5 регенерация
-и θ. (τεχ.) αναζωογόνηση•регенерация масел αναζωογόνηση λαδιών.
-
6 омоложение
биол. η αναζωογόνηση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > омоложение
-
7 реанимация
1. (восстановление жизненных функций при клинической смерти) η αναζωογόνηση 2. (отделение интенсивной терапии) η εντατική.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > реанимация
-
8 регенерация
1. тех. η αποκατάσταση, η επανόρθωση, η ανάκτηση, η αναγέννηση, η ανάπλαση, η αναζωογόνηση- серебра (из фик-сажей) кфт. η (επ)ανάκτηση του αργύρου/ασημιού2. (нагрев газа или воздуха, поступающих в печь, отработанными продуктами горения) η προθέρμανση (μέσω της επανακτημένης θερμότητας) 3. биол. η αναγέννηση, η αναδημιουργία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > регенерация
-
9 возрождение
возрождениес ἡ ἀναγέννηση / ἡ ἀναζωογόνηση (оживление хозяйства и т. п.)· ◊ эпоха Возрождения ἡ ἐποχή τῆς 'Αναγέννησης. -
10 воскрешение
воскрешениес ἡ ἀνάσταση, ἡ νεκρανάσταση/ перен ἡ ἀναζωογόνηση, τό (ξανά) ζωντάνεμα. -
11 обновление
-я ουδ.ανανέωση, ανακαίνιση• φρεσκάρισμα. || αναγέννηση, αναζωογόνηση. -
12 освежение
-я ουδ.1. δρόσιση, -σμα.2. αναζωογόνηση, ξαναζωντάνεψη, επαναφορά στη μνήμη. -
13 похмелка
-и θ.ελαφρό πιοτί για αναζωογόνηση.
См. также в других словарях:
αναζωογόνηση — η ξαναζωντάνεμα, ανάκτηση νέων δυνάμεων: Οι διακοπές αυτές στο βουνό μ έκαναν να νιώθω μια αναζωογόνηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναζωογόνηση — η επανάκτηση ψυχικών και σωματικών δυνάμεων, τόνωση, ενδυνάμωση, ξαναζωντάνεμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναζωογονώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό τού Νικόλαου Κοντόπουλου] … Dictionary of Greek
δασμός — Έμμεσος φόρος που μπορεί να επιβληθεί στα εμπορεύματα, τα οποία μεταφέρονται από χώρα σε χώρα, όταν περνούν την τελωνειακή γραμμή. Ανάλογα με τον σκοπό που επιδιώκεται με τους δ., γίνεται διάκριση μεταξύ δημοσιονομικών δ. και οικονομικών ή… … Dictionary of Greek
αναγέννηση — I Χρονική περίοδος της ευρωπαϊκής ιστορίας, που ακολουθεί τον Μεσαίωνα.Με τον όρο Α. (ιταλ. Rinascimento, Rinascita Rinascenza,γαλλ. Renaisance), σε αντιδιαστολή προς τον Μεσαίωνα που θεωρείται περίοδος βαρβαρότητας, χαρακτηρίζεται ένα… … Dictionary of Greek
αναδωμός — ο [αναδώνω] 1. επιστροφή πράγματος σ’ εκείνον από τον οποίο τό πήρε κάποιος, επανάδοση, ξαναδόσιμο 2. (για φυτά) αναζωογόνηση, ευδοκίμηση 3. (για φωτιά) αναζωπύρωση, ξαναφούντωμα 4. ανάκτηση τών σωματικών δυνάμεων, ανάρρωση 5. ανάδοση υγρασίας… … Dictionary of Greek
αναζωογονητικός — ή, ό αυτός που συντελεί στην αναζωογόνηση, που αναζωογονεί ψυχικά και σωματικά, ζωογόνος, τονωτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναζωογονώ. Η λ. απαντά για πρώτη φορά το 1890] … Dictionary of Greek
αναζωογονώ — ( έω) 1. ενεργ. δίνω νέες δυνάμεις σε κάποιον, ψυχικές και σωματικές, τονώνω, ξαναζωντανεύω 2. ανακτώ τις ψυχικές και σωματικές μου δυνάμεις, τονώνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναζωογόνος. ΠΑΡ. αναζωογόνηση, αναζωογονητικός] … Dictionary of Greek
αναζωπύρωση — η (ΑΜ ἀναζωπύρωσις καί ησις) [ἀναζωπυρῶ] αναζωογόνηση, ανάκτηση δυνάμεων, τόνωση, ξαναζωντάνεμα … Dictionary of Greek
αναζώωσις — ἀναζώωσις ( εως), η (Μ) [ἀναζωῶ] επαναφορά στη ζωή, αναζωογόνηση, ξαναζωντάνεμα … Dictionary of Greek
αναθέρμανση — η (Α ἀναθέρμανσις) [ἀναθερμαίνω] η εκ νέου θέρμανση, ξαναζέσταμα νεοελλ. ανάκτηση ζωτικότητας, αναζωογόνηση, τόνωση «αναθέρμανση της οικονομίας», «αναθέρμανση σχέσεων» κ.λπ … Dictionary of Greek
αναισθησιολογία — η Ιατρ. παραχειρουργική ιατρική ειδικότητα με κύριο αντικείμενο την επιλογή και παροχή αναισθησίας για εγχειρητικούς σκοπούς, αλλά και τη διεγχειρητική και άμεση μετεγχειρητική φροντίδα τού ασθενούς (παρακολούθηση τών ζωτικών λειτουργιών,… … Dictionary of Greek